- κλίριγκ
- το(άκλ., λ. αγγλ.), συμψηφισμός: Ανάμεσα στις χώρες αυτές δεν υπάρχει κλίριγκ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλήριγκ — το βλ. κλίριγκ, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)